ΘΡΗΝΟΣ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ[1]
(Ο ύμνος έχει στοιχεία από τον μύθο του Αισχύλου «Ο Προμηθέας Δεσμώτης»
με σαφή αναφορά στον άγνωστο αγωνιστή – στρατιώτη).
’Αητέν τς έπαραπέτανεν ψηλά σα έπουράνια
(Ένας αετός πετούσε ψηλά, στον ουρανό)
και τα τζαγκία άτ’ κόκκινα και το τσαρκούλν’ άτ μαύρον,
(τα νύχια του ήταν κόκκινα και το λειρί του μαύρο,)
έκράτνεν και σα κάρτζια του παλληκαρί βραχιόναν.
(κρατούσε στα κοφτερά του νύχια, ένα βραχίονα παλληκαριού.)
’Αητέ μ’, για δός με άσό κρατείς, για πε με ’όθεν κείται;
(Αητέ μου, δώσε μου αυτό που κρατάς και πες μου που βρίσκεται;)
Ασό κρατώ `κι δίγω σε, ’αρ ’όθεν κείται λέγω.
(Αυτό που κρατώ δεν σου το δίνω, θα σου πω όμως, που βρίσκεται.)
Για ποίσον σιδερέν ραβδίν και χάλκινα τσιαρούχια
(Πάρε ένα σιδερένιο ραβδί και χάλκινα τσαρούχια)
κι έπαρ’ σο χέρι σ’ τη στράταν κι ’όλεν το μονοπάτι.
(και ακολούθησε αυτήν τη στράτα και όλο το μονοπάτι.)
Ακεί σο πέραν το ραχίν, σ’ ελάτ’ επ’ ‘εκεί μέρος,
(Στο αντικρινό το βουνό, πίσω από εκείνο το έλατο,)
Τραντέλλεναν εσκότωσαν και κείται ματωμένος,
(Τραντέλληνα σκότωσαν και κείται στο χώμα ματωμένος,)
μαύρα πουλία τρώγν’ άτον και άσπρα τριγυλίσκουν.
(μαύρα πουλιά τον τρώνε και άσπρα τον γυροφέρνουν.)
Φατέστε, πουλία μ’, φατέστε, φατέστε τον καρίπην,
(Φάτε πουλιά μου, φάτε, φάτε αυτόν τον παντέρημο,)
Σην θάλασσαν κολυμπετής, σ’ ’ομάλια πεχλιβάνος,
(που ήταν στη θάλασσα άριστος κολυμβητής, στις πεδιάδες γενναίος παλαιστής,)
σον πόλεμον τραντέλλενας, ρωμαίικον παλληκάρι.
(στον πόλεμο Τραντέλληνας, ρωμαίικο παλληκάρι.)
τζαγκία = σαγόνια
τσαρκούλν’ = λοφίο, η κορφή του κεφαλιού
κάρτζια = νύχια, αρπάγες
άρ’ όθεν κείται λέγω = αλλά τέλος πάντων θα σου πω πού βρίσκεται
ραχίν = βουνό
τριγυλίσκουν = τριγυρίζουν
καρίπης = ξένος και κατ’ επέκταση έρημος, ταλαίπωρος
ομάλεα = τόπος πεδινός, κάμπος
πεχλιβάνος = παλαιστής.
ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ[2]
Με τον ξεριζωμό έκλεισε οριστικά ο κύκλος της 40χρονης παρουσίας των Ελλήνων στο Κυβερνείο Καρς του Καυκάσου. Ο πόνος και η θλίψη έκαναν τους ανθρώπους να γράφουν ποιήματα και να τραγουδούν τον καημό τους. Ένα από αυτά ήταν:
Εμείς όντες εχπάσταμε, να πάμε σην Ελλάδαν,
το παπόρ’ ενεμέναμε ολόεν την εβδομάδαν.
Παπόρια πάγνε κι έρχουνταν σο τσόλ’ την Τραπεζούντα
τα ονέρτα όλια χάντανε και τα κάρδιας ματούνταν
Έλα παπόρ’, έλα παπόρ’, έλα γιαλόν-γιαλόν-ι
και φέρο με σην Ελλάδαν και δέβα στον καλόν-ι.
Ας έξερνα ποίον παπόρ’ θα φέρ’ με σην Ελλάδαν,
Απάν’ και σο τιρέκν’ αθε ν’ άφτω χρυσόν λαμπάδαν.
Θάλασσα, Μαύρη Θάλασσα, μη γίνεσαι θερίον,
σην Ελλάδαν αχπάσκουμες, χαμέλυνον ολίγον.
Οι ταλαιπωρίες και ο θρήνος των ελληνοπόντιων τους Καρς αποδίδονται παραστατικά και στο τραγούδι:
Στην Ελλάδαν εχπάσταμε η ώρα έτον δύο
σα μάντρια εφέκαμε και δεμένον το βίον
Και ν’ ο Πύλορωφ εκούιζεν και γοσέψτεν ντ’ αραμπάδας
Ες’ κ’ έρχουνταν οι Τουρκάντ’, να κλέφνε τα νυφάδας.
Σην Ελλάδαν έρθαμε ζεστά έτον τα μήνας
Ενέσπαλαμ’ το βούτυρον και τρώγαμ’ τα κινίνας
και τσολ κι έρημον Καραμπουρνούν και τριγύλ-τριγύλ ταφία
και ν’ ανοίξτε και τερέστεατα, όλια καρσλί παιδία
και σαράντα μέρες πρόσφυγοι εκεί είχαν καραντίνα
τα λείψανα ασό παπόρ’ ση θάλασσαν εσύρναν.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ[3]
«…συνεδρίασες εποίναν κάθαν ώραν και στιγμήν
όντες είχαν τρανόν σπίγξην για τ’ εμάς δίναν και ψύν
εμάς χόρταζαν με λόγια με τ’ Ελλάς και με τ’ Αθήνας
και μεις σύρναμε τα πείνας
για τ’ εμάς όλ’ κοπιάζ’ νε για τ’ εμάς όλ πολεμούν
πέχνε έργατα να χτίζνε και δουλείας να τερούν
για τ’ εμάς εφτάν’ ταξίδια άλλ’ σην Μόσχα κι άλλ’ σ’ Αθήνας
και ’μεις σύρναμε τα πείνας
για τ’ εμάς με τα πορτφέλια γίνονταν όλ’ ομογενείς
τον ταμίαν εποίκεν κι ο Δημήτρης τ’ Εβγένης
για τ’ εμάς πάντα νουνίζ’ νε σίτα τρών’ οι χορτασμέν’
και μεις κείμες πεινασμέν»!
Δάμων Αριστέας, ποιητής.
ΑΡΟΘΥΜΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΓΟΝΙΚΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ*
|
|
Την Πατρίδα μ’ έχασα,
έκλαψα κ’ επόνεσα, λύουμαι κι’ αροθυμώ, ν’ ανασπάλω κι’ επορώ.
Μίαν κι’ άλλο σην ζωή μ’, σο πεγάδι μ’ σην αυλή μ’, νερόπον ας έπινα και τα’ ομάτια μ’ έπλυνα.
|
Τα ταφία μ’ έχασα,
ντ’ έθαψα κ’ ενέσπαλα, τ’ εμετέρ τς αναστορώ και σο ψυόπο μ’ κουβαλώ.
Εκκλησίας έρημα, Μοναστήρα ακάντιλα, πόρτας και παράθυρα επέμναν ακράνοιχτα. |
*Χρήστου Αντωνιάδη, Καθηγητή Ιατρικής του ΑΠΘ, νευροχειρουργού της ΑΧΕΠΑ. |
Οι Γκιόλεληδες, ελληνοπόντιοι κάτοικοι 13 χωριών της περιφέρειας Γκιόλε, του Κυβερνείου Καρς, έφεραν στην Ελλάδα το παρακάτω τραγούδι της προσφυγιάς:[4]
Λυριτζή παίξον τη λύρα σ’ οι νέοι ας χορεύνε
τα ντέρτια για τ’ ανθρώπς είναι, έρτανε και δαβαίνε.
Αδά σα κρύα τ’ άχαρα, προκοπήν εγώ κι είδα
ας πάμε σην Ελλάδα ’μουν την όμορφην πατρίδα.
Θα πάμε σην Ελλάδα μουν να ζούμ’, άλλο καλλίον
ούλια μουν κι αν εχάσαμε έχουμε την υγείαν.
Θα πάμε σην Πατρίδα μουν να ’χομεν ελευθερίαν.
ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
Ο Εθνικός Ύμνος των Ελλήνων αστών του Πόντου, ο οποίος συντάχθηκε από τον γιατρό Φίλωνα Κτενίδη με στόχο την «Ανεξαρτησία του Πόντου» και εγκρίθηκε από την Εθνοσυνέλευση των Ποντίων το 1918, φανερώνει ξεκάθαρα τις ιδέες και τους σκοπούς της Εθνοσυνέλευσης των Ελλήνων του Πόντου και της νοτιοδυτικής Ρωσίας. Είναι έργο μεγάλης πνοής για εκείνες τις συνθήκες και μεγάλης προπαγανδιστικής αξίας. Είναι μια επαναστατική προκήρυξη αστών, η οποία επαγγέλλεται ένα πολιτικό πρόγραμμα προετοιμασίας των συνειδήσεων των Ελλήνων Ποντίων, είναι εγερτήριο σάλπισμα των «πατριωτικών δυνάμεων». Προαναγγέλλει ξεσηκωμό του λαού και επαναστατική ένοπλη εξέγερση για απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων και ανεξάρτητο Πόντο από τον τούρκικο καταπιεστικό ζυγό.
Ήρθ’ η μέρα, ήρθ’ η ώρα,
που προσμέναμε χρόνια στα δεσμά,
στην καταφρόνια και στην τούρκικη σκλαβιά.
Εις του Πόντου τ’ ακροβούνια,
καρυοφύλλια μαυρισμένα φέρουν το Εικοσιένα,
ψάλλουν την Ελευθεριά.
Της Ανάστασης σημαίνει, η καμπάνα η μεγάλη,
ο καθένας μας ας βάλει τη λαμπρότερη στολή
και μπροστά εις την εικόνα της πατρίδας την αγία
ας προσφέρει για θυσία νιάτα, πλούτη και ζωή.
Εις του Πόντου μας το χώμα άνοιξε σε κάθε βήμα
των μαρτύρων ένα μνήμα του τυράννου η μαχαιριά.
Μας καλούν εκδικητάδες, ζωντανοί και πεθαμένοι,
η πατρίδα ερημωμένη μας καλεί εμπρός παιδιά.
Φίλων Κτενίδης (1918)
Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα το 1889 – Πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1963.
Γιατρός, θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος.
Εκδότης του λαογραφικού περιοδικού «Ποντιακή Εστία» (1950)
Εμπνευστής της ανιστόρησης της Παναγίας Σουμελά στην Καστανιά Ημαθίας.
Η αυθεντική σημαία της υπό ίδρυση Δημοκρατίας του Πόντου,
που φυλάσσεται στην Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης.
The authentic flag of the Republic of Pontus under establishment, kept in the Efxinos Club of Thessaloniki.
[1] Οι στίχοι είναι από τη συλλογή τραγουδιών της χορωδίας του συλλόγου «O ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ». Η μετάφραση από τα ποντιακά στα ελληνικά είναι της Γιούλης Γεωργιάδου, φιλολόγου Αγγλικών και Γ. Γραμματέα του συλλόγου.
[2] Κώστας Δ. Ανδρεάδης, Ένα «ταξίδι» στο Καρς Καυκάσου, σελ. 14, 1997.
[3] Αθανάσιος Διαμαντόπουλος, Η ιστορία των Ελλήνων του Καυκάσου στο Καρς και στο Κιλκίς, σελ. 55, 2001.
[4] Θεόφιλος Αγαθονικίδης, Ποντιακή Εστία, τ. 74, σελ. 236, 1988.